-
1 κριτης
- οῦ ὅ1) умеющий (рас)судить, третейский судья, арбитр(κριτήν τινα αἱρεῖσθαι Aesch.; κ. χορῶν καὴ πάσης μουσικῆς Plat.)
κ. ἀπὸ τοῦ ἴσου Thuc. — имеющий справедливое суждение3) истолкователь(ἐνυπνίων Aesch.)
4) сторонник
1 κριτης
(κριτήν τινα αἱρεῖσθαι Aesch.; κ. χορῶν καὴ πάσης μουσικῆς Plat.)
(ἐνυπνίων Aesch.)